-
1 лавровый
лавровый δάφνινος; \лавровый венок το δάφνινο στεφάνι· \лавровый лист το δαφνόφυλλο* * *лавро́вый вено́к — το δάφνινο στεφάνι
лавро́вый лист — το δαφνόφυλλο
-
2 лавровый
επ.1. δάφνινος•лавровый запах δάφνινη μυρουδιά•
-ая роща δαφνώνας, όαφνότοπος. лавровый лист δαφνόφυλλο•
-ое дерево δαφνόδεντρο, η δάφνη•
-ое масло δαφνέλαιο, δαφνόλαδο.
2. ουσ. πλθ. -ые τα δαφνοειδή.εκφρ.лавровый венок – δαφνοστέφανο.
См. также в других словарях:
δαφνόφυλλο — το (Μ δαφνόφυλλον) φύλλο δάφνης … Dictionary of Greek
δαφνόφυλλο — το φύλλο δάφνης: Τα δαφνόφυλλα δίνουν εξαιρετική γεύση σε ορισμένα φαγητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek